κτηματάκι

κτηματάκι
το
μικρό κτήμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κτημάτιον — κτημάτιον, τὸ (Α) κτηματάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + υποκορ. κατάλ. ιoν] …   Dictionary of Greek

  • κτηματίδιον — κτηματίδιον, τὸ (Μ) πάπ. κτηματάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + υποκορ. κατάλ. ίδιον] …   Dictionary of Greek

  • κτηματίσκιον — κτηματίσκιον, τὸ (Μ) κτηματάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + υποκορ. κατάλ. ίσκιον] …   Dictionary of Greek

  • τσιτακισμός — ο, Ν γλωσσ. το φαινόμενο τής τροπής τού συμφώνου κ σε τσ και τού συμπλέγματος γκ σε τζ, μπροστά από τα φωνήεντα /e/ και /i/ καθώς και το ημίφωνο /j/, όπως λ.χ. και > τσαι, κίτρινο > τσίτριτο, άγγελος > άντζελος, αγκίστρι > αντζίστρι κ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”